μεταστρέφομαι

μεταστρέφομαι
μεταστρέφομαι, μεταστράφηκα βλ. πίν. 210

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταστρέφομαι — μεταστρέφω turn about pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • μεταγυρίζω — και ματαγυρίζω (Μ μεταγυρίζω) επιστρέφω, γυρίζω πίσω μσν. 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω κάτι 2. μετανοώ 3. αλλοιώνω, διαστρεβλώνω κάτι 4. μέσ. μεταγυρίζομαι κραδαίνω, στριφογυρίζω κάτι 5. (ενεργ. και μέσ.) (αμτβ.) μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι… …   Dictionary of Greek

  • μετακλίνω — (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά 2. μέσ. μετακλίνομαι α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι β) μεταβάλλομαι γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …   Dictionary of Greek

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπαλίζομαι — (Α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, μεταστρέφομαι («οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τροπαλίζω «στρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”